- χρυσοθηρία
- η1) старательство; поиски, добыча золота; 2) стремление разбогатеть любой ценой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσοθηρία — η, Ν 1. η αναζήτηση κοιτασμάτων χρυσού 2. (γενικά) επίμονη επιδίωξη πλουτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χρυσοθηρία — η 1. ηαναζήτηση μεταλλείων χρυσού για εκμετάλλευση. 2. η επιδίωξη πλουτισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)